- συνοικήσῃς
- συνοικέωdwellaor subj act 2nd sgσυνοικέωdwellaor subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μυρμηκoφιλία — η βιολ. φαινόμενο συνοίκησης ορισμένων ζωικών ειδών που ζουν μόνιμα στις μυρμηγκοφωλιές ή σε επαφή με τα μυρμήγκια, από τα οποία, σε ορισμένες περιπτώσεις, και εκτρέφονται. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myrmecophilie (< μύρμηξ «μυρμήγκι» … Dictionary of Greek
μυρμηκοξενία — η βιολ. περίπτωση συνοίκησης μερικών μυρμηκόφιλων ειδών, κατά την οποία ένα ζώο που αιχμαλωτίζεται από μυρμήγκια γίνεται αντικείμενο τών φροντίδων τους και τρέφεται από τα αβγά τους, ενώ τα μυρμήγκια που τό φιλοξενούν παίρνουν από το ζώο ένα υγρό … Dictionary of Greek
τερμιτοφιλία — η, Ν [τερμιτόφιλος] βιολ. φαινόμενο συνοίκησης που εμφανίζουν ορισμένα ζωικά είδη, κυρίως έντομα, όπως λ.χ. κολεόπτερα τής οικογένειας σταφυλινίδες, τα οποία ζουν μόνιμα μέσα στις φωλιές τών τερμιτών … Dictionary of Greek